αθεϊστικός

αθεϊστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αθεϊσμό: Υπάρχουν βιβλία με περιεχόμενο αθεϊστικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αθεϊστικός — ή, ό [αθεϊστής] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον αθεϊσμό …   Dictionary of Greek

  • αθεϊστής — ο (θηλ. ίστρια) οπαδός τού αθεϊσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθεΐζω. ΠΑΡ. αθεϊστικός] …   Dictionary of Greek

  • εξιστενσιαλισμός — (existentialismus, από το λατινικό existentia που σημαίνει ύπαρξη). Το σύνολο διαφόρων φιλοσοφικών θεωριών που αναπτύχθηκαν τον 20ό αι., με βασικό κοινό στοιχείο τους την ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ταυτόσημοι όροι είναι ο υπαρξισμός, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”